ταριχευτικός

ταριχευτικός
ή, -ό / ταριχευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [ταριχευτός]
νεοελλ.
σχετικός με την ταρίχευση («ταριχευτικές μέθοδοι»)
αρχ.
ταριχηρός*.
επίρρ...
ταριχευτικῶς Μ
με ταρίχευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταριχευτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταριχευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ταριχευτή: Ταριχευτική εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταριχευτικῶν — ταριχευτικός fem gen pl ταριχευτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοταριχευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοταριχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + ταριχευτικός (< ταριχεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ταριχευτικώς — Μ επίρρ. βλ. ταριχευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”